δενδροκολάπτης — woodpecker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροκολάπτην — δενδροκολάπτης woodpecker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροκολάπτου — δενδροκολάπτης woodpecker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδροκολαύστης — δενδροκολαύστης, ο (Μ) ο δενδροκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. η λ. δενδροκολαύστης, καθώς και οι δενδροκόλαφος, δενδροκόλαψ < δρυοκολάπτης με παρετυμολογική επίδραση] … Dictionary of Greek
δενδροκόλαφος — δενδροκόλαφος, ο (Μ) ο δενδροκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δενδροκολαύστης] … Dictionary of Greek
δενδροκόλαψ — δενδροκόλαψ, ο (Μ) ο δενδροκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δενδροκολαύστης] … Dictionary of Greek
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek