δενδροκολάπτης

δενδροκολάπτης
ο (AM δενδροκολάπτης)
νεοελλ.
μικρό εντομοφάγο Πτηνό τής Νότιας Αμερικής
αρχ.-μσν.
εντομοφάγο Πτηνό που τρέφεται από τα Έντομα τα οποία φωλιάζουν στον φλοιό τών δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κολάπτω «κτυπώ, τσιμπώ με το ράμφος» (πρβλ. δρυοκολάπτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δενδροκολάπτης — woodpecker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκολάπτην — δενδροκολάπτης woodpecker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκολάπτου — δενδροκολάπτης woodpecker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • δενδροκολαύστης — δενδροκολαύστης, ο (Μ) ο δενδροκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. η λ. δενδροκολαύστης, καθώς και οι δενδροκόλαφος, δενδροκόλαψ < δρυοκολάπτης με παρετυμολογική επίδραση] …   Dictionary of Greek

  • δενδροκόλαφος — δενδροκόλαφος, ο (Μ) ο δενδροκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δενδροκολαύστης] …   Dictionary of Greek

  • δενδροκόλαψ — δενδροκόλαψ, ο (Μ) ο δενδροκολάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δενδροκολαύστης] …   Dictionary of Greek

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”